- παραδείσιος
- [парадисьвс] εκ. райский.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
παραδείσιος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παράδεισο 2. μτφ. αυτός που έχει τη λαμπρότητα και ευτυχία τού παραδείσου, θεσπέσιος, ονειρώδης («θάμπωνε η ματιά μου από μια λάμψη, γκαρδιακή και παραδείσια λάμψη», Κρυστ.) 3. φρ. «παραδείσια πτηνά» ή,… … Dictionary of Greek
εσπεριδοειδή — Είδη και ποικιλίες καρποφόρων δέντρων της φυλής των κιτρίων και κυρίως του γένους κίτρο, οι καρποί των οποίων εκτιμώνται ιδιαίτερα για την εύχυμη γλυκόξινη ή ξινή σάρκα τους. Τα ε. καλλιεργούνται στις θερμές, εύκρατες, υποτροπικές και τροπικές… … Dictionary of Greek
παραδεισιακός — ή, ό / παραδεισιακός, ή, όν, ΝΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παράδεισο ή αυτός που μοιάζει με παράδεισο, παραδεισένιος, παραδείσιος. επίρρ... παραδεισιακώς και ά σαν σε παράδεισο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράδεισος + κατάλ. ιακός (πρβλ. μεσ ιακός)] … Dictionary of Greek
Φιρντούσι — (και εξελληνισμένα Φιρδουσή ή Φιρντόσι, δηλαδή Παραδείσιος. Τους Χοσαράν μεταξύ 932 και 940 – 1021 ή 1026). Ποιητικό ψευδώνυμο του Αμπού’λ Κάσιμ, επικού Πέρση ποιητή. Αποτέλεσε μέλος της πλειάδας των ποιητών που διέπρεψαν στην αυλή του μεγάλου… … Dictionary of Greek
παραδεισένιος, -ια, -ιο — αυτός που αναφέρεται στον παράδεισο, ο πολύ ωραίος ή ευχάριστος, αλλ. παραδεισιακός και παραδείσιος: Κάναμε ζωή παραδεισένια το καλοκαίρι στο νησί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)